ερέθισμα

ερέθισμα
Στην επιστημονική γλώσσα της φυσιολογίας ή της ψυχολογίας υποδηλώνει κάθε γεγονός φυσικό ή χημικό, εσωτερικό ή εξωτερικό προς τον οργανισμό, ικανό να θέσει σε κίνηση έναν αντιληπτικό μηχανισμό. Ενώ όμως για τον φυσιολόγο το ε. μπορεί να περιοριστεί στην άσκηση μιας δράσης –έστω και μόνο ερεθιστικής– πάνω σε ένα κύτταρο, για τον ψυχολόγο το ε. οφείλει να είναι ποιοτικά και ποσοτικά ολοκληρωμένο, ώστε να προκαλέσει μια μεταβολή –έστω και προσωρινή– ενός ή περισσότερων αισθητήριων μηχανισμών, της οποίας το άτομο αποκτά συνείδηση. Το ε. είναι τέτοιο όταν υπερβαίνει το κατώφλι της συνείδησης και προκαλεί ένα αίσθημα. Το ε. γενικά δεν μπορεί λοιπόν να είναι απλώς τεκμαρτό, αλλά οφείλει κατά κάποιον τρόπο να αποδείξει ότι έφτασε στον προορισμό του, ότι έγινε δεκτό με μια κατάλληλη αντίδραση του οργανισμού, δηλαδή με μια συμπεριφορά που μπορεί να υπολογιστεί φυσιολογικά ή ψυχολογικά. Αυτή η αντίδραση μπορεί να είναι απλή (π.χ. η σύσπαση ενός μυός που προκαλείται από το πέρασμα ηλεκτρικού ρεύματος) ή πολυσύνθετη, εξαιτίας μιας αλυσίδας ε. και αντιδράσεων, όπου κάθε αντίδραση αποτελεί με τη σειρά της ε. για μια επόμενη αντίδραση.
* * *
το (Α ἐρέθισμα) [ερεθίζω]
το αποτέλεσμα τού ερεθίζω, η διέγερση σε οργή, η παρόξυνση, το θέλγητρο που παρακινεί σε κάτι («Εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα» — θελκτικοί χοροί, Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. καθετί που διεγείρει τα αισθητήρια νεύρα («εξωτερικό ερέθισμα τής ακοής είναι ο ήχος»)
2. κάθε μεταβολή τών κανονικών όρων ζωής τών διαφόρων οργανισμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐρέθισμα — provocation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσμασι — ἐρέθισμα provocation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσμασιν — ἐρέθισμα provocation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσματα — ἐρέθισμα provocation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσματος — ἐρέθισμα provocation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… …   Dictionary of Greek

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”